- επιγιγνώσκω
- ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω]1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»«ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.)2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.)3. αναγνωρίζω, ομολογώ (συνήθως μια ευεργεσία)4. γνωρίζω κάτι εκ τών υστέρων5. γνωρίζωμσν.κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος (ζημιάς κ.λπ.)αρχ.1. γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρώ («ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε μαρναμένους», Ομ. Οδ.)2. διατίθεμαι ευμενώς απέναντι σε κάποιον επειδή τόν γνωρίζω(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον, οὐδὲ λήψονται δῶρα»)3. (για δικαστή) κρίνω, αποφασίζω4. συνουσιάζομαι5. επιδοκιμάζω, εκτιμώ6. (για οφειλές κ.λπ.) εγγυώμαι, υπόσχομαι7. αναλαμβάνω την εκτέλεση ή την παράδοση ενός πράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.